πραιτωριοκτυπώ

πραιτωριοκτυπώ
-έω, Α
χτυπώ την πόρτα τού πραιτωρίου για να ζητήσω κάτι από το κυβερνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραιτώριον + κτυπῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”